εκτρωματικός

εκτρωματικός
-ή, -ό
1. που ανήκει ή αναφέρεται στο έκτρωμα ή την έκτρωση (βλ. λ.), που μοιάζει με έκτρωμα.
2. μτφ., τερατώδης, αποκρουστικός: Εκτρωματικό πρόσωπο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκτρωματικός — ή, ό (Μ ἐκτρωματικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έκτρωμα ή στην έκτρωση, που μοιάζει με έκτρωμα 2. αυτός που προκαλεί αποκρουστική εντύπωση, ο τερατώδης μσν. ο πρόωρα γεννημένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”